ὑμένες

ὑμένες
ὑμήν 1
thin skin
masc nom/voc pl
ὑμήν 2
thin skin
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ὑμένες — Ὑμήν Hymen masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπωματικός — ή, ό (Α ἐπιπωματικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επιπωμάτιση, κάλυψη, έμφραξη νεοελλ. ανατ. «επιπωματικοί υμένες» δύο ινώδεις υμένες που αποφράσσουν τα κενά που υπολείπονται ανάμεσα στον επιστροφέα* και στο ινιακό οστό …   Dictionary of Greek

  • περιαλείφω — ΝΜΑ αλείφω γύρω γύρω, αλείφω κάτι σε όλα τα μέρη του, επαλείφω παντού («πάντα δὲ ἔξωθεν περιήλειψαν τὸν νεὼν ἀργύρῳ», Πλάτ.) αρχ. 1. ασβεστώνω, ασπρίζω 2. (για τους υμένες τού σώματος) περιβάλλω, περικαλύπτω («ὑμένες ὅσοι περιαλείφουσι τὸν… …   Dictionary of Greek

  • υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος …   Dictionary of Greek

  • γονόκοκκος — Παθογόνο μικρόβιο, αιτιολογικός παράγοντας της βλεννόρροιας. Ο γ. ανακαλύφθηκε από τον Νάισερ το 1879 και βρίσκεται είτε μέσα στο υγρό, σε περίπτωση βλεννόρροιας, που εκκρίνεται είτε στα πυοσφαίρια και στα επιθηλιακά κύτταρα. Παρουσιάζεται με τη… …   Dictionary of Greek

  • νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά …   Dictionary of Greek

  • προστυπής — ές, Α [προστύπτω] αυτός που είναι προσκολλημένος σε κάτι («προστυπεῑς ὑμένες», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • πρόφορος — ον, Α [προφέρω] 1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από κάποιον 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόφορος το υγρό ανάμεσα στο έμβρυο και στους υμένες που τό περιβάλλουν, τα «νερά» τής επιτόκου …   Dictionary of Greek

  • τριγλώχιν — ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • τσίπα — η, Ν 1. λεπτός υμένας που περικαλύπτει κάτι 2. κρούστα που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρών και, ιδίως, τού γάλατος («το καλό γάλα κάνει τσίπα») 3. λιπώδης υμένας που περιβάλλει τα εντόσθια τών ζώων 4. λεπτός υμένας που απομένει μερικές φορές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”